- ορπανοδικασταί
- ὀρπανοδικασταί, οἱ (Α)(κρητ. τ.) βλ. ορφανοδικασταί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορφανοδικασταί — ὀρφανοδικασταί και, κατά κρητ. προφ., ὀρπανοδικασταί, οἱ (Α) δικαστές που αναλάμβαναν υποθέσεις ορφανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + δικασταί] … Dictionary of Greek